- χαριστής
- ο1. αυτός που χαρίζει, δωρητής.2. φρ., «Ο χαριστής απέθανε κι ο γιος του πάει στην Πόλη», πέρασε η εποχή των δωρεών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαριστής — ο, Ν [χαρίζω, ομαι] 1. δωρητής 2. παροιμ. «ο χαριστής επέθανε και ο γιος του πάει στην Πόλη» δηλώνει ότι ο καιρός τών δωρεών έχει περάσει … Dictionary of Greek
χαρίστιος — ον, Α 1. χαριστήριος* 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρίστια οικογενειακή γιορτή στους Ρωμαίους, τελούμενη στις 20 Φεβρουαρίου, κατά την οποία εξομαλύνονταν οι οικογενειακές έριδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι, μέσω ενός αμάρτυρου τ.… … Dictionary of Greek